καθισ(ι)ό — και καθησ(ι)ό, το 1. η κατάσταση τού κάθομαι ή καθίζω 2. αποχή από εργασία, ανάπαυση, αργία («βαρέθηκα το καθισιό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καθ ισ τού αορ. ἐκάθ ισα τού καθ ὶζ ω + κατάλ. ιό (πρβλ. συμ πεθερ ιό, τεμπελ ιό)] … Dictionary of Greek
μεθυσιό — και μεθυσειό, το το μεθύσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεθυσ τού αορ. τού μεθώ + κατάλ. ιό (πρβλ. κάθισ α: καθισ ιό, φεύγ ω: φευγ ιό). Η γραφή μεθυσειό προϋποθέτει παραγωγή τής λ. από το ουσ. μεθύσει / μεθύσι* (το)] … Dictionary of Greek
γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… … Dictionary of Greek
κοιμησιό — κοιμησιό, το (Μ) ύπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιμοῦμαι, κατά τα ουσ. σε ιό / σιό (πρβλ. καθισ ιό, τεμπελ ιό)] … Dictionary of Greek
πεσιό — το, Ν το πλάγιασμα, η κατάκλιση τού σώματος σε πλάγια θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεσ τού αορ. έ πεσ α τού πέφτω + κατάλ. ιό (πρβλ. καθισ ιό)] … Dictionary of Greek